- οξυσιτία
- ὀξυσιτία, ἡ (Α)δυσλειτουργία τών πεπτικών οργάνων, κατά την οποία η τροφή δεν χωνεύεται και γίνεται όξινη στο στομάχι.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -σιτία (< -σιτος < σῖτος), πρβλ. κακο-σιτία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀξυσιτίαν — ὀξυσιτίᾱν , ὀξυσιτία a disorder in which the food turns acid fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek